Φράσεις από τα λατινικά
Οι πιο συνηθισμένες:
a priori:
εκ των προτέρων / ενίοτε: θεωρώ κάτι δεδομένο με βάση τη λογική
alter ego:
το άλλο μου εγώ /ενίοτε: ο άλλος μου εαυτός
casus beli:
αιτία πολέμου
de facto:
εκ των πραγμάτων
dum spiro spero:
όσο ζω ελπίζω
mea culpa:
δικό μου σφάλμα
o tempora o mores!:
ω καιροί! ω ήθη!
scripta manent:
τα γραπτά μένουν
status quo:
η ισχύουσα κατάσταση / ισορροπία δυνάμεων
tabula rasa:
άγραφος πίνακας
Λέξεις από τα Λατινικά
album:
α) λεύκωμα, β) βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο για συλλογή γραμματοσήμων, νομισμάτων και κυρίως φωτογραφιών αλλά και γ) οι ολοκληρωμένοι δίσκοι ηχογραφήσεων στο χώρο της μουσικής βιομηχανίας εν γένει.
fabrica:
εργοστάσιο αλλά και καλοστημένο δόλιο σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπων
focus:
εστία (φωτιά, τζάκι) / Στα ελληνικά: εστιάζω
incognito:
χωρίς τη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς του
moratorium:
δικαιοστάσιο: συμφωνία αναστολής οποιασδήποτε μορφής εχθροπραξιών ανάμεσα σε δυο χώρες
original:
αυθεντικό
veto:
αρνησικυρία: άρνηση επικύρωσης νόμων, διατάξεων κοκ
Λέξεις οι οποίες προέρχονται από τα Λατινικά
(Μερικές από τις πιο συνηθισμένες)
apropos (χωρίς να ακούγεται το s):
επί τη ευκαιρία, μια που το'φερε η κουβέντα
conserva:
κονσέρβα
contra:
εναντίον, κατά
express:
εμείς δεν το χρησιμοποιούμε ως "έκφραση", άλλα ως "αποστολή συστημένου" για επιστολές ή πακέτα μέσω ταχυδρομείου, καθώς και για δρομολόγια τραίνων, λεωφορείων και (ενίοτε) πλοίων με περιορισμένο αριθμό στάσεων
extra:
επιπλέον, παραπάνω
fan (εκ του fanatic):
οπαδός (πχ στο ποδόσφαιρο), θαυμαστής (πχ στη μουσική)
finale (στο):
στο τέλος
fix:
αμετάβλητος
media (από τον όρο mass media, εκ του medium):
μέσα μαζικής ενημέρωσης
model:
υπόδειγμα, πρότυπο
retro:
όπισθεν > παλιομοδίτικο ή νοσταλγικό
tempo (εκ του tempus):
ρυθμός εκτέλεσης
turbo:
video:
η συσκευή, το βιντεοκλίπ, το ταινιάκι
Λέξεις οι οποίες προέρχονται από τα Λατινικά - Οι υπόλοιπες
arena:
σήμερα σημαίνει πεδίο ανταγωνισμού με στόχο της επικράτηση
γούστο (gustus=γεύση)
α) αντίληψη περί αισθητικής, β) ανεπτυγμένη αισθητική και γ) πλάκα
βίζιτα (visito):
κατ'οίκον επίσκεψη πόρνης
contrast:
αντίθεση (συνήθως οπτική)
χρωμάτων / συναισθημάτων
σάλτο:
άλμα, πήδημα (σαλτάρω, σαλτιμπάγκος, ρεσάλτο)
σκρίνιο: (εκ του scrinium):
έπιπλο, συνήθως του σαλονιού
Under construction
pallace (palati), prive, promotion, reflex, requiem, special, style, title, villa